Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Ταξίδι

Τώρα, αυτή τη στιγμή
πόσοι φεύγουν κι έρχονται;
Πώς είναι το πρόσωπο του ανέμου
και το σώμα, το πύρινο σώμα της φωτιάς τι γεύση να έχει;
Το ταξίδι;
Ο προορισμός;
Οι αποσκευές μιας πολυταξιδεμένης ζωής;

Και το φευγιό μήπως είναι πηγαιμός;
Κι ο πηγαιμός σε ποιούς δρόμους θα βρεθεί;

- "Τίποτα από όλα αυτά, δεν μπορεί να έχει απάντηση γιατί τίποτα από αυτά δεν είναι ερώτηση.
Κι αν κάτι υπήρξε, μόνο για στιγμές βρέθηκε στον πυρήνα του και κίνησε τα μόρια της Ζωής.
Μόνο υπήρξε και τώρα πιά δεν υπάρχει."

- Πώς το ξέρεις;

- Δεν το΄ξέρω εγώ, όλοι μας το ξέρουμε.
Εμείς που γεννηθήκαμε μόνο με φευγιό, γνωρίζουμε τους δρόμους του, τις κακοτοπιές, και το ξαπόσταγμά μας λίγο και βαρύ.
Όμως, όλοι γνωρίζαμε ότι όταν φύγεις δε θα επιστρέψεις ποτέ ίδιος, κάτι θα 'χει αλλάξει.
Ίσως το βλέμμα, μπορεί και το χρώμα των ματιών, αυτό το απυρόβλητο χρώμα, το στεγανό.
Ίσως κι αυτό να αλλάξει.
Οι πιθανότητες να αλλάξει κι ό,τι ως τώρα συνεπές φαινόταν.
Οι ίδιες οι συνέπειες να αποσυναρμολογηθούν από τις πράξεις και ποτέ να μην ενωθούν ξανά.

Τα Βήματα, να ακούγονται σαν λάμψεις μέσα σε λάσπες, με γυμνά πόδια να σχηματίζονται στο διάβα τους, πάνω στο χώμα μιας μακρινής γης.

Η Φωτιά να καίει λιγότερο από την οξύτητα του κοφτερού πάγου εναλλάσσοντας τις θερμοκρασίες τις σταθερές, τους βαθμούς και τις εποχές, πέρα από το γύρισμα του ήλιου, μακριά από του φεγγαριού τη λάμψη.

Ο Άνεμος φιλικά να χτυπάει τα χέρια του, μόνο σε όσους γυμνοί τον υποδέχονται, πέρα από τα σύνορα, με συντροφιά σύννεφα βαριά, όμορφα, με τις καταιγίδες εντός του, με τις αστραπές στη σειρά καθισμένες, σαν ψυχές έτοιμες για σπορά.

Η Ομιλία να έρχεται απ' έξω, με χορδές κιθάρας να ακούγονται τα λόγια και δοξάρια βιολιού να ακουμπούν το πρόσωπο της Βαρύτητας, εκεί που όλες οι μελωδίες ελαφραίνουν και τα τοπία ζωγραφίζουν πίνακες με Ανθρώπους.

Ο Σεισμός, λυτρωτικός θα υπάρχει, μέσα μας, θα γκρεμίζει τις βεβαιότητες του αύριο, τις εμπειρίες του χθες θα υφαίνει με λάβα, όπως οι υφάντρες το Μεγάλο Εργόχειρο.

Εμείς, καβάλα στην Ομίχλη του Ξημερώματος, δεμένοι πισθάγκωνα, με σέλα τα όνειρά μας, αναπαλαιώνουμε το Σήμερα με υλικά του Χθες 

Ο Χρόνος, να μη δαμάζει τίποτα, μα αναμνήσεις ξερνώντας και δρόμους άγνωστους στρώνοντας, να επισημαίνει τη θνητότητα των κόπων μας, τις ρυτίδες του προσώπου μας, των παλιών καιρών τα αδιέξοδα.

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Ας Πάψουν

Ας Πάψουν

οι Βέβαιοι
οι Βεβαιώνοντες
οι Βεβαιωμένοι
οι Κρατούντες
όσοι ήσυχα κοιμούνται
όσοι τους ευαίσθητους παριστάνουν 
όσοι γεμάτη ανασφάλεια, τους ασφαλείς καμώνονται

Ας Πάψουν

όλοι εκείνοι
οι δήθεν
οι κίβδηλοι
οι παντού ανήκοντες

Ας Πάψουν

τα υπέρλαμπρα φώτα
οι εκτυφλωτικές συζητήσεις
οι ανέξοδες μέρες
οι ξοδεμένες νύχτες
τα ατσίγαρα ξημερώματα
τα δίχως αλκοόλ μεσημέρια

Ας Πάψουν

οι εταιρίες
οι γραβατωμένοι
οι εναλλακτικοί
οι κόμποι στα πρόσωπα
οι συσπάσεις στα χείλη
τα νούμερα
οι υπολογισμοί
οι θάνατοι των λέξεων

Ας Πάψουν

οι ψεύτικοι έρωτες
οι χειμωνιάτικες αγάπες 
το λιάνισμα των αισθήσεων
τα πρόσωπα της υποκρισίας
οι υποσχέσεις
τα λόγια που σαν πέφτουν κάτω δεν κάνουν κρότο
τα πήγαινε-έλα
οι σταθερές του Κόσμου
οι νόμοι
τα αισθήματα που κέρματα γίνονται
λιανά, βρώμικα
που χέρια αλλάζουν

Ας Πάψουν

οι βεβαιότητες
οι τα πάντα κατανοούντες
οι κατανοητοί
οι συνεργάσιμοι
οι όλους αγαπώντες
οι κλαίοντες
οι επαΐοντες.

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

"Μια Έφοδο στον Ουρανό προσπάθησα"

Κανείς δεν θα μπορούσε να σκεφτεί το τέλος του, αλλά όλοι έλεγαν ότι ένα τέτοιο τέλος δεν του άξιζε.
Μα ποιός μπορεί να καθορίσει την αξία ενός τέλους, όταν δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να καθόρίσει την αξία, τη σπίθα μιας αρχής, την έκρηξη μιας γέννησης;
Ποιός μπορεί να κρίνει, όταν δεν γνωρίζει;
Ήταν φυγή ή απελευθέρωση;
'Η μήπως και τα δύο;
Και μήπως το ίδιο δε σημαίνουν;

Κανένα από αυτά τα ερωτήματα δε θα μπορούσε να απαντηθεί, ούτε και κανείς θα τα ρωτούσε, αν εκείνος δεν είχε προ πολλού κατανοήσει είτε τη ματαιότητα είτε τη βαρύτητα τέτοιων πράξεων.

Αυτός όμως το είχε καταλάβει:
Τέτοιες πράξεις- όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται- επιστρέφουν στη ζωή ό,τι της χρωστάμε και ποτέ δεν της δώσαμε, ό,τι από εκείνη αρπάξαμε και τρέξαμε να το γευτούμε άγαρμπα, ό,τι με χωρίς σκέψη νομίζαμε ότι δικό μας ήταν.
Τέτοιες πράξεις επιστρέφουν το αίμα μιας γέννας, για την οποία ποτέ δε ρωτηθήκαμε.

Ούτε καν εκείνος το είχε προγραμματίσει καλά-καλά κατά πώς φάνηκε.
Μια 'Εφοδος  στον ουρανό ήταν, έτσι απλά, χωρίς λέξεις.
Μια 'Εφοδος στον ουρανό.
Όχι μια έφοδος επαναστατική, προς θεού, δεν ήταν καιρός για επαναστάσεις, ούτε χρόνος υπήρχε για κάτι τέτοιο.
Και οι ουτοπίες του είχαν πεθάνει προ πολλού.
Μόνο μια προσωπική 'Εφοδος στον ουρανό ήταν.
Από αυτές, που δύσκολα κατατάσσονται στα Ανθρώπινα κιτάπια, αλλά εύκολα κρίνονται από τους ανθρώπους.

Τι να ένιωθε όταν έπεφτε;
Ο κρύος αέρας της προσμονής κατάφερε να αλλοιώσει το πρόσωπό του;
Και γιατί τελικά πήρε μια τέτοια απόφαση;

Ποτέ δε θα υπάρξει απάντηση, γιατί ποτέ δεν υπήρξε καμία ερώτηση όσο εκείνος περπατούσε, ανέπνεε, βασανιζόταν με τον πλέον ανθρώπινο τρόπο, εδώ, δίπλα μας, μέσα κι έξω από την ασφάλεια μας.

Ήταν όμως μια καθάρια και κρυστάλλινη πράξη, μία ίσως ζωϊκή εξέγερση υπό το ισχυρό φως μιας άζωης πραγματικότητας, μια καθαρή φωνή μέσα σε ψιθύρους υπομονής.

"Μια έφοδο στον Ουρανό προσπάθησα" ήταν οι λέξεις του.

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Ανεκπλήρωτα

Bρεθήκαμε
σε έναν κόσμο αναμνήσεων και επιθυμιών
αυτόβουλων, σκληρών και ανεκπλήρωτων.

Όποιος ξέρει να διαβάζει, ας διαβάσει.
Όποιος ξέρει μόνο να ακούει
ας κλείσει τα αυτιά του στη βοή των αναμνήσεων.

Τρομακτικές κάποιες στιγμές
έρχονται και φεύγουν
μένουν
μα πριν από όλα ήσυχα κάθονται
σαν μικρά παιδιά
παιδιά μαλωμένα από γονείς.
Ξεφεύγουν κάποτε μερικές
και ληστεύουν το παρόν.
Τότε
ένας κόκκινος ιστός στον Ανθρώπινο Χρόνο
μάς δένει με τα χρόνια, τα λεπτά και τις στιγμές μας
ένας ιστός αλκοολούχων ονείρων
εφιαλτών ιστός.

Ήπιαμε κρασί
μα δε μεθύσαμε
κι έτσι δειλά, μπορέσαμε να σηκωθούμε
ορμώντας στα τελευταία λιμάνια του Ονείρου
σαν ναυαγοί χωρίς θάλασσα
σαν μάνες χωρίς παιδιά.

Ως "τίποτα" μάς κοίταξαν
κι εμείς αφουγκραστήκαμε τον ήχο τους.
Ως "κακόφωνη μελωδία" μάς τραγούδησαν
κι εμείς με γλώσσα ζώου αποκρινόμασταν.

Εκείνες
αυτόβουλες, σκληρές και ανεκπλήρωτες
γέμιζαν τα ένστικτά μας με μυρωδιές οραμάτων.
Ανεκπλήρωτα κι αυτά, βαλμένα άτσαλα
αντίκρυ στην κάθε σταγόνα ιδρώτα που χαροπάλευε στο μέτωπό μας
εκείνα έγλειφαν
τις παιδικές μας πληγές
τις ουλές
και τα "πρέπει" μιάς ξεχασμένης ενηλικίωσης.

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Tης Μοναξιάς

Ο ήχος μιας μοτοσυκλέτας πάνω στα κράσπεδα του ήλιου
όπως ο απομακρυσμένος ήχος του κάθε πρωινού
ο επαναλαμβανόμενος.
Μια κραυγή ανθρώπου που πέφτει στο κενό
το αλύχτισμα σκυλιών μες στη νύχτα
το μεταλλικό θρόισμα των φύλλων που αντιστέκονται στον άνεμο.
Κάθε ξημέρωμα που γνώρισα.
Κάθε νύχτα που ξύπνησα όταν έφευγες.

Εσύ, όταν είσαι μακριά.

Μια μελωδία που ακούγεται αχνά.
Ένα ξεχασμένο στη σκόνη βιβλίο κι ο σελιδοδείκτης από αίμα.
Ένας δίσκος πάνω στο πικάπ, να υπάρχει από τότε.

Εσύ, όταν είσαι κοντά.

Η πολυκοσμία της Γιορτής.
Τα χαμόγελα που ξεχνούν
κι εκείνα που διψούν για προσοχή.
Της καρδιάς ο χαλασμένος ρυθμός.
Ενός παλτού τα ξεχαρβαλωμένα κουμπιά.
Οι σκέψεις που σκοτώνονται στον Καιάδα της Μέρας
της κάθε μέρας που αργοπεθαίνει.
Η καυτή άσφαλτος του Δεκαπενταύγουστου
οι άδειοι δρόμοι των χωρισμών.
Τα τσιμεντένια κτίρια με τους καθρέφτες
και τα φύλλα, το χορτάρι, τα δέντρα
που ακόμα αντιστέκονται στον κόσμο τους.

Το πρόσωπο ενός ζητιάνου.
Το σπασμένο χαμόγελο της Μάνας.
Τα κυριακάτικά πρωινά Του Κενού.
Κάθε πρωινό
που λαίμαργα γεύεται τους καρπούς της νύχτας.

Οι Μεγάλες Παρασκευές της πόλης.
Οι Εσταυρωμένοι της κάθε μέρας.

Εσύ, όταν απομακρύνεσαι.
Εγώ, όταν σε κοιτάζω.
Οι άλλοι
που δεν καταλαβαίνουν
που μουρμουρίζουν
που Ακίνητοι στέκονται.

Το αλκοολικό Βάρος.
Η σκόνη που το δωμάτιο κατακλύζει.
Τα κρεβάτια που πνίγονται στη συνήθεια
κι εκείνα που πετούν στον ουρανό 
και συντρίβονται στην ανασφάλεια.

Οι πολυκατοικίες που πέφτουν στα όνειρά μας
που λυγίζουν από το βάρος των τηλεοράσεων
αυτών, που λερώνουν τα κάδρα της ζωής μας.
Το μικρό φως στο παιδικό δωμάτιο.

Ο ήχος του αναπτήρα
και το τσιγάρο πάνω στο κατάστρωμα.
Ιούνης, βράδυ, με ψύχρα.
Οι αποσκευές του καλοκαιριού
βαλμένες να περιμένουν το επόμενο ταξίδι.

Οι ράγες και τα τρένα που κουβαλούν αγκομαχώντας.
Τα άδεια φλυτζάνια καφέ.
Τα μισοτελειωμένα τσιγάρα στο τασάκι.
Οι μισές φράσεις, οι ανολοκλήρωτες.

Ό,τι σε αποτελεί
ό,τι σε φτιάχνει μέσα από την απουσία του.

Η απουσία σου.

Ο εκκωφαντικός ήχος μιας Γιορτής.
Οι επαρχιακοί δρόμοι.

Εσύ, όταν απομακρύνεσαι.
Εγώ, όταν σε κοιτάζω.

Οι κατάλευκες εκκλησίες.
Τα κλειστά βενζινάδικα.

Ό,τι ήρθε κι έφυγε.
Η Αστραπή και το Βάρος στο Στήθος μας.

Εσύ, όταν απομακρύνεσαι.
Εσύ, όταν είσαι κοντά.

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

"The Way You Drop..."



Ίσως από το πλέον "πλαστικό" ηχητικά album (ειδικά ο ήχος των Drum Machines κάνει μπαμ) των Jesus And Mary Chain μέχρι εκείνη τη στιγμή (είχαν προηγηθεί το χαοτικό Psychocandy και το λυρικό μα ταυτόχρονα και σκοτεινό Darklands), από τον δίσκο εκείνο, που κατάφερε να εδραιώσει τους Jesus σε ένα ευρύτερο κοινό μέσω μιας αίσθησης punk-ίζουσας, σκληρής, ουσιαστικά, pop, έρχεται ένα διαμάντι σχεδόν δύο λεπτών, που σαρώνει ό,τι έχει καταφέρει να επιζήσει στα προηγούμενα λεπτά του δίσκου. 

Εδώ, δεν χρειάζονται οι φαζαριστές κιθάρες και τα distortion, δεν υπάρχουν ψήγματα πανκ ή blues αισθητικής, εδώ δεν  εδρεύει κανένα "Alternative" μουσικό τοπίο.
Εδώ υπάρχει η μουσική και ο στίχος στο πνεύμα των αιώνων, εδώ η ουσία του ανθρώπου και το χτύπημα κατευθείαν στο στήθος έχουν τον πρώτο και τελευταίο λόγο, εδώ δεν υπάρχει πισωγύρισμα, δεν υπάρχει μετάνοια ούτε οίηση.
Εδώ υπάρχει μόνο εξιλέωση, με αργούς ρυθμούς, βασανιστική, κυκλική, επαναλαμβανόμενη και για αυτό ανεκπλήρωτη.
Eδώ, μόνο ο ήχος της πτώσης σημαίνει κάτι, μόνο αυτός.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Λένε και ξαναλένε

Οι νύχτες μας
έγιναν αποσπάσματα σκισμένων βιβλίων
κι οι μέρες μας
κατακάθισαν πάνω στα όνειρά μας σαν σκόνη
ασήκωτα βάρη και τα δύο.

Ο θάνατος
ένας ακόμα αριθμός στα επίσημα βιβλία τους
κι εμείς
υποδυόμενοι τους ενδιαφερόμενους
συνοφρυωμένοι και επαίτες
ως ζωντανοί σε πεθαμένους ανάμεσα
αναμέναμε ένα φωτεινό σημάδι
να αρπάξουμε τη λάμψη του και να την καβαλήσουμε ως το τέλος
αναμέναμε
μια ιδέα φυλακισμένη 
έναν άνθρωπο ψηλότερο από το μπόι του
να μάς ανασύρει από το βούρκο.

Πέρασαν από μπροστά μου οι ενοχές σαν παζλ στιγμών
σκούπισα τα δάκρυά τους και έστρωσα τραπέζι γιορτινό
με καλεσμένους μακρινούς και ξεχασμένους
από εκείνους που εξαϋλώνονται στις ριπές του χρόνου
και κάμπτουν το φρόνημα των δυνατών ως Δυνατοί οι ίδιοι
λαξεμένοι στην ακροθαλασσιά του αιώνα
όταν υπομονετικά περίμεναν τον χρόνο να σαλπάρει προς τα πίσω
βρίσκοντας την ξεχασμένη του πηγή, αυτή της Ουτοπίας 
μιλώντας και χειρονομώντας 
προς τους Αδύναμους της γης
εκείνους που μόνη τους δύναμη τα χέρια ήταν
και το μυαλό τους χτισμένο από υλικά Ιστορίας.

Καθώς στεκόμαστε περιφρουρούμενοι από πράξεις
μη λογαριασμένες πράξεις
που πάνω σε σώματα στηρίχθηκαν
και κατέρρευσαν σαν ανέστιοι οργασμοί
οι Αδύναμοι πιάνουν τα δάκτυλά μας
και στοργκά τα φιλούν
κάνοντας το μυαλό μας μητρικό χάδι
και την αφή μας τοκετό Θανάτων.

Αλλάζουν τη φορά της γής
τον χρόνο αποσυνθέτουν σε αναμνήσεις
το χώμα μετρούν σε βήματα ελπίδας.

"Ίσως, ίσως... 
ο κόσμος αυτός ξαναγεννηθεί Μέγας
προτού οι δυνατοί τον χαράξουν με όρια Υποταγής"
λένε και ξαναλένε, παραμιλώντας.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Κάθε Πράξη - Κάθε Παράλειψη

Tί θα μπορούσες να κάνεις
αν βρισκόσουν μετέωρη σε έναν βροχερό ουρανό;
Tί θα μπορούσες να κάνεις
αν βρισκόσουν εγκλωβισμένη σε ένα παράλληλο σύμπαν;
Αν έκαιγε ο ήλιος τα φτερά σου;
Αν ο άνεμος, μανιακός, αιώνιος, σου ζητούσε το λόγο για όσα δεν έκανες;
Αν ήσουν στην άκρη ενός γκρεμού, θα μπορούσες να μιλήσεις σαν αγρίμι; 

Θα με σκεφτόσουν την τελευταία σου στιγμή;
Θα στεκόσουν σαν μάνα στα πρώτα μου βήματα;
Θα υπέμενες την τελευταία μου βόλτα στα πάθη των έρημων δρόμων;

Θα με αγαπούσες
σαν παιδί σου;
σαν τους εφιάλτες σου;
σαν άθεη προσευχή; 
σαν κραυγή πόνου;
σαν ξημέρωμα μετά τη νύχτα;

Αν τα πεζοδρόμια έρεαν αίμα και νερό
θα γέμιζες ένα ποτήρι να το πιείς στην υγειά μου;
θα έραινες τα πτώματα με χαμόγελα;
θα με έπαιρνες μαζί σου σε ένα ταξίδι πάνω στα φτερά σου; 

Αν ο κόσμος χωρούσε στο παλτό σου
θα τον πετούσες σαν ψίχουλο στα περιστέρια της πλατείας;
Αν ήμουν ο κόσμος σου εγώ
θα με έκαιγες;
θα με κατέστρεφες αν στο ζητούσα;
θα με έκανες χίλια κομμάτια για να με ξαναφτιάξεις απο την αρχή;
θα με χαράκωνες με τα απαλά σου δάχτυλα πάνω στο στήθος;
θα με έσερνες στην έρημο χωρίς νερό;
θα με πέταγες βαθιά στη θάλασσα των επιθυμιών μου;
θα μου έλεγες ένα παραμύθι χωρίς τέλος και αρχή;
θα ερχόσουν να με ξυπνήσεις μέσα στη νύχτα για να μου δώσεις νερό; 

Ζήτησα να ξαναγεννηθώ και το έκανες
μα οι πόνοι είναι αφόρητοι
ακλόνητοι στη θέση τους.
Και αυτό το αίσθημα του φευγιού τρέχει σαν σκιά από πίσω σου
και δεν προλαβαίνω να σου μιλήσω με λόγια δυνατά
με ήχους που θα μείνουν
με λέξεις πλεγμένες σαν ζακέτα ζεστή, φρεσκοπλυμένη.

Κάθε πράξη μου
κάθε παράλειψή μου
ανδρώθηκε μέσα στην απουσία σου.

Ίσως, για αυτό όταν προσπαθώ να σε ξεχάσω
με καταπνίγει ένας ρόγχος θανάτου
μια ερημιά επαρχιακού δρόμου
σκυλιά που αλυχτάνε
αμαξοστοιχίες που περνούν
και ποτέ δεν καταφέρνουν να μέ ξυπνήσουν
αλλά με παραχώνουν πιό βαθιά στο όνειρό σου.

Κάθε πράξη μου
κάθε παράλειψή μου
ανδρώθηκε μέσα στην απουσία σου.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Κάντε Λίγο Ησυχία

Ρε σεις, κάντε ησυχία.
Μιλάει ένας άνθρωπος και κανείς δεν τον ακούει. 
Μιλούσε και χθες
αχνά έβγαινε η φωνή του, μα μιλούσε, κανείς δεν τον άκουσε;

Μιλούσε μέσα από τα δέντρα και τον άνεμο.
Μιλούσε μέσα από τα καταστήματα της θλίψης.
Μιλούσε και περίμενε μια φωνή
μια κραυγή, ένα ψιθύρισμα να του απαντήσει.
Μιλάει και σήμερα
από εκεί που κανείς δεν άκουσε κάπoιον να μιλάει.
Μιλάει μέσα από τα μάτια
από του κόσμου το ανέλπιδο μιλάει
κάτω από τη θάλασσα
και
μέσα από την λάβα μιλάει
και η φωνή του ψιθυρίσματα μωρού, πρωτοβύζαγμα απείραχτης ανθρωπιάς.

Ρε σεις, κάντε ησυχία.
Δεν ήταν ανάμεσά μας χωμένος αυτός.

Αυτός ήταν φτιαγμένος από πηλό Του Διαβόλου.
Όλες τις μέρες και τις νύχτες τον κοίμιζε στην αγκαλιά του
κι όταν πετάχτηκε από τη μήτρα μιας οδύνης
ξεχαρβάλωσε κάθε σύμβολο της πίστης μας
κατέστρεψε κάθε σιγουριά μας
κι έχτισε τον πύργο της Βαβέλ
για παθιασμένους ανθρώπους
που το μαχαίρι κι η φωτιά στο στήθος χαραγμένα είναι
για εκείνους που μόνοι έμειναν γιατί πάντα μόνοι ήταν.

Κάντε μόνο λίγο ησυχία
για εκείνον που συνταράχτηκε για μας
για όσους έπλεξαν ρούχα ηδονής
για όσους στα μάτια μάς κοιτούσαν. 

Μόνο
κάντε ησυχία να τους ακούσουμε καλά.
Σήμερα, τώρα.

Αύριο, ο βόμβος της Πόλης
των λεωφόρων τα φρεναρίσματα θα ακούγονται
και τα μικρά σοκάκια της ψυχής
θα στροβιλίζονται στον μουδιασμένο αέρα.

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Ποτέ ας μην πάψουν


Ποτέ ας μην πάψουν

Οι φωτεινοί έρωτες μιας φτηνής εποχής
οι έρωτες που κινούνται σε παραλληλόγραμμα σχήματα
που συγκρούονται
που ταχυπαλμούν και πεθαίνουν πριν γίνουν συνήθεια
οι έρωτες
που στο φεγγάρι δείχνουν τα κόκκινα δόντια τους
τα γεμάτα οργή και λύσσα από την ηδονή
από την καύλα των σωμάτων που εκρήγνυνται.

Ποτέ ας μην πάψουν

Οι άνθρωποι που στα σκοτεινά διαβάζουν
που δεν λυπούνται κανέναν, αλλά μόνο κατανοούν
εκείνοι που ευγενείς φάνηκαν σε αγενείς εποχές
όσοι ευωδιάζουν από αρώματα μουσικής
οι μετανάστες που αποδημούν σε όλη τη γη
με τα χαρτομάντιλα και τα κουρασμένα τους βλέμματα.

Ποτέ ας μην πάψουν

Οι γυναίκες που ερωτεύονται ένα βλέμμα, μια ανάσα, ένα άγγιγμα
τα μικρά παιδιά που αποζητούν την αλήθεια της ζωφόρου μήτρας.

Ποτέ ας μην πάψουν

Οι ζητιάνοι που ψεύδονται στο όνομα της ζωής πεθαίνοντας
οι πόρτες που μένουν πάντα ανοικτές
οι ζωγραφικοί πίνακες που παραμιλούν σε χρώμα μαύρο
τα αυτοσχέδια πεντάγραμμα των νανουρισμάτων
τα πλοία που ναυαγώντας έπνιξαν τα καλοκαίρια μας
όλοι οι χειμώνες
που την αγκαλιά της άνοιξης έστρωσαν για να κοιμηθούμε
τα κουρασμένα μεσημέρια του φθινοπώρου
που καταφύγιο βρήκαν στο μυαλό μας.

Ποτέ ας μην πάψουν

Τα γερασμένα σώματα της Αλήθειας
οι αγέλαστοι
οι σκοτεινοί
όσοι μάς άφησαν χωρίς "αντίο"
όσοι θα έρθουν να μάς βρουν
γυμνούς μέσα στο κρύο
κόβοντας μικρές λωρίδες παγωμένου αέρα.

Ποτέ ας μην πάψουν

Οι άνθρωποι που με πάθος αγαπούν
όσοι με αλκοόλ ξεδιψούν τις αναμνήσεις τους
εκείνοι
που ο παλμός της καρδιά τους
έγινε ο ρυθμός Της Ζωής και Του Θανάτου μας.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Στο Δικό Μας Όνειρο

Κανείς δεν ήταν εκεί
στο προσκλητήριο των ζωντανών.
Κι εμείς
τυχαία βρεθήκαμε δίπλα στις σημαίες
που ανέμιζαν σκισμένες και μόνες.

Τα μεγάλα λάβαρα είχαν πέσει.
Οι Μεγάλοι Αρχηγοί με ανοιχτό το στέρνο
κοιτούσαν την Ιστορία του Ανθρώπου μπροστά τους να περνάει.

Όλοι οι ζωντανοί ήταν πλέον νεκροί
κι εμείς σκορπίζαμε τις στάχτες τους στο στόμα μας
και σαν να ρουφάγαμε μητρικό γάλα για πρώτη φορά
πνιγόμασταν
και ξαναπροσπαθούσαμε
να πιαστούμε απ’ τη ρώγα για μια ακόμη φορά. 

Μικρά βήματα κάναμε και πέφταμε.
Σηκωνόμασταν και πάλι πέφταμε.

Μάς είχαν λείψει
το παιχνίδι
ο ιδρώτας
τα διαλείμματα
η μυρωδιά του εφηβικού νερού.

Ζητούσαμε τους πεθαμένους Αρχηγούς
μα εκείνοι αναζητούσαν πλήθη και σπασμένα συνθήματα.

Και γίναμε πλήθος.
Και γίναμε
ένα σπασμένο σύνθημα στις γωνιές της άδειας πλατείας
γίναμε μια στιγμιαία κραυγή εξέγερσης.

Και πάλι σηκωθήκαμε και προσπαθήσαμε να σταθούμε.

Τότε οι Αρχηγοί και Τα Σπασμένα Συνθήματα
πέταξαν πάνω μας τη λήθη της Ιστορίας
και του κόπου μας τις αξίες και τα λάθη.
Χάθηκαν όπως ξαφνικά είχαν έρθει
μα εμείς τους αναζητούσαμε μέσα στον εαυτό μας
και βρίσκαμε σπασμένα συνθήματα και σκισμένα λάβαρα
και γίναμε μια διαρκής κραυγή υποταγής.

Και πάλι σηκωθήκαμε και πάλι πέσαμε.

Μα αυτή τη φορά κάθε Αρχηγός εξαφανισμένος
κι ο μικρός μας κόσμος μονομιάς διαλύθηκε
μαζί του γκρεμίστηκε κι η αναπνοή μας.

Ξαναπεθάναμε όρθιοι μα υποταγμένοι
κι η ώρα, περασμένη για συγγνώμες
κι η ώρα, εχθρική στον δείκτη του ρολογιού.

Κι εμείς αναζητούσαμε
Τον Αρχηγό με τα σκισμένα Λάβαρα
στην τελευταία πλατεία που απέμεινε
να βαδίζουμε στο Ανέγγιχτο Όνειρο.

Στο Δικό Μας Όνειρο.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Των Αιώνων

Κεντρωμένοι από τους ήχους του αιώνα
σαν άνεμος ψυχρός και ζεστός συνάμα
περνούσε μέσα από τις ανοιχτές ψυχές μας
ο πόνος της γης, το μαχαίρι της πτώσης.

Πόλεμος χωρίς τέλος τα δέντρα που ξεριζώνονταν
για να γραφτούν οι αποφάσεις των ανθρώπων
εκείνων που παρακαλούσαν για λίγο καθαρό αέρα
πνιγμένοι στα έγκατα των μεγάλων σπιτιών τους
ανήλιαγα, σκοτεινά σπίτια με δίχως σκεπές
μόνο τοίχους και βαριά έπιπλα κουβαλώντας
στο τέλος της κάθε μέρας ξοφλούσαν τα δανεικά τους
πάνω σε ένα μεγάλο τραπέζι, αγορασμένο κι αυτό.

Κόσμος μόνο απέξω. 
Μέσα, κενοτάφια τυλιγμένα με σάβανα ατυχών θανάτων
και δέντρα ξεριζωμένα με την περηφάνεια πεσμένη στα φύλλα τους.

Κι ο αιώνας να μοιάζει με μέρα μεσημέρι.
Με ήλιο καλυμμένο από νέφη η νύχτα των σκοταδιών.
Να περπατάμε χωρίς πέλματα στο ημίγλυκο σεργιάνι του πρωινού
κι ο αιώνας να μάς ακολουθεί ασθμαίνοντας για λίγη προσοχή.

Μα εμείς
σαν υπερήφανοι να στεκόμαστε στο χείλος της σιγουριάς μας
αφήνοντας το χρόνο, τον αιώνα κι όλα τα κενοτάφια
να ρίπτονται από τους γκρεμούς που άσκοπα πλανώνται.

Κι εμείς
παρέες-παρέες
μουρμουρώντας σκοπούς φευγιού
να οργώνουμε ακίνητοι τα χωράφια του ανεκπλήρωτου
και πάλι από την αρχή.

Να τραγουδάμε εκεί που κανείς δεν μπόρεσε.
Να τολμάμε την καταστροφή των σταθερών πορειών μας. 
Να φιλάμε τα χείλη των ερώτων που μάς ξεπέρασαν.
Να μετράμε το χρόνο
ρίχνοντας μικρούς σπόρους ανεπάρκειας στο διάβα μας.

Υποκρινόμενοι τους ευτυχισμένους 
να ξεγυμνωνόμαστε μπροστά στον αιώνα που έρχεται.
Υποκρινόμενοι τους πλήρεις
να γλείφουμε τον αιώνα που ανέστιους μάς άφησε
σμίγοντας μάτια
μπήγοντας βλέμματα
σφίγγοντας χείλη.

Tων αιώνων η πνοή, η ξέπνεη...

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Για Ποιόν;

Για ποιόν θα γράφω όταν μείνω μόνος;
Όταν η θλίψη σκεπάσει το σώμα μου
όταν η απορία συνεπάρει τις ορμές μου.

Για ποιόν θα γράφω;
Όταν ο καπνός χαθεί για πάντα στην ανάσα μου
όταν ο μοναδικός σκοπός θα είναι η ζωή μετά το θάνατο.
Άκου αυτό που εκστομίζουν… "η ζωή μετά το θάνατο".

Για ποιόν θα γράφω;
Όταν ο λιμός καταστρέψει τις ιδανικές πολιτείες
όταν τα μεγάλα λόγια αποδειχθούν μικρές πράξεις
όταν οι μηχανές πατήσουν πάνω στα σώματα των παιδιών
όταν τα νομίσματα βαρύνουν πιότερο από τον θάνατο.

Για ποιόν θα βλέπω;
Όταν το φως του ζεστού σου βλέμματος αδειάσει
όταν η οσμή της ιδρωμένης σάρκας σου γίνει χημική
όταν τα στάχυα του έρωτά σου πάψουν να με τρέφουν.

Για ποιόν θα μπορούσα να υψώσω ξανά ηφαιστειακά τείχη;
Όταν η λάβα του πόνου καεί στην υπόνοια ενός σεισμού
όταν μόνη θα περπατάς στις μνήμες των πενταγράμμων
όταν ανατολικοί άνεμοι θα σηκώνουν την ανάμνηση ενός έρωτα
όταν όλοι θα περπατούν με αργά βήματα τελευταίου αποσπάσματος
που σηκώνει τα όπλα και τουφεκάει τη νιότη οργασμών, ανίκητων στον χρόνο.

Για ποιόν θα έγραφες εσύ;
Για ποιόν θα έβλεπες;
Γα ποιόν θα ύψωνες τα τείχη των Ηφαιστείων σου;

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Και Θα Είναι Τότε...

Όταν ταξιδεύεις
μην ξεχάσεις να σταματήσεις σε κάθε λιμάνι
σε κάθε μπαρ και καταγώγιο να χωθείς
νιώθοντας αποτσίγαρο και χαλασμένο ουίσκι.

Ποτό της ανάγκης πιες
πριν το σκοτάδι σε κατασπαράξει
πριν η αυγή παραστήσει τη χαρούμενη νύφη της νύχτας
πριν τα πεζοδρόμια αρχίσουν να ξεκολλούνε πετώντας στα ουράνια.

Κάθε στιγμή στάσου μόνος
αναμετρήσου με τις πληγές σου
κι αν δεις πύον και βρώμικο αίμα
μην τρομάξεις.
Βάλε κάποιον να στις καθαρίσει
με φωτιά και στάχτη νεκρών ομοιωμάτων σου.

Γύρνα στο χαλασμένο σου ποτό
κάπνισε τα βρεγμένα αποτσιγάρα του φεγγαριού
μείνε, μείνε, μείνε εκεί
και ο καιρός κάποτε θα αλλάξει φορά
και το χιόνι θα κάψει τις πληγές
και θα στοιβάξει σε μια παγωμένη λακούβα τα οράματα
και θα είναι τότε…
τότε..
που θα τρακάρουν τα καμιόνια ενός καλύτερου κόσμου
με τα ξεχασμένα μας ταξίδια. 

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Ένα Τελευταίο Ξέσπασμα

Στην εντατική μπήκαν οι ψυχές μας
μέσα στα ψεύτικα λουλούδια και τα βροντόφωνα "περαστικά".
Συγγενείς και λοιποί γνωστοί
χαριεντίζονταν πάνω από τις ετοιμόποροπες ζωές μας
και τα χιλιάδες καλοκαιρινά μας όνειρα.

Μάταια
γιατροί
με ποδιές αστροσκονισμένες και κοσμικά στηθοσκόπια
εντολές και συνταγές φαρμάκων
κοιτούσαν τα μάτια μας κι έβρισκαν καθρέφτες λερωμένους
κι ήμασταν παρατημένοι σε κλειδωμένες φράσεις: 
- "όλα θα πάνε καλά" 
- "η επιστήμη έχει προχωρήσει"
- "μέχρι αύριο θα έχει πέσει ο πυρετός"

Μάταια... 
και τα ζεστά καλοκαίρια μάς ανέμεναν
δροσιά να πάρουν από τις σκέψεις μας
ηδονή να δώσουν από τους χειμώνες που δεν είχαν χωνέψει
τα χιόνια και τα παγωμένα βήματα
τους ήχους από τις μηχανές που χάνονταν στην ομίχλη
και τα εφηβικά φιλιά, τα γεμάτα υγρασία και ανυπομονησία.

Της πόλης οι θόρυβοι διαπέρασαν τον ήχο της προτελευταίας ανάσας
ενώ η τελευταία περίμενε υπομονετικά τον ρόγχο του θανάτου
που κατέφθανε με υπερβολική ταχύτητα στα μέρη της ζωής
σε πράσινες φεγγαρόφωτες βραδιές
και κατακόκκινες αναστάσεις εκ νεκρών στο λιοπύρι του χειμώνα.

Ήμασταν ζωντανοί
ή
ρυθμικά υποκρινόμασταν μπροστά στα τύμπανα του θανάτου;

Ύπουλα απάντησαν οι εκπαιδευόμενοι μιας νεκρής ηλικίας:
"Όλοι Νεκροί στα φθαρμένα δωμάτια Ενός Τελευταίου Ξεσπάσματος".

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Μην Αφεθούμε

Πέτρινες γέφυρες μπροστά μου
και ηλιόλουστες καμάρες σεληνόφωτος.
Σαν περπατάμε με τα αέρινα πόδια μας
εκείνες τις μέρες του καλοκαιριού
πεταγόμαστε σαν μύγες από το ένα στο άλλο
μπαίνουμε σε μπουκάλια και ρουφάμε τους τελευταίους χυμούς
δεν συζητάμε, ούτε που φιλιόμαστε
μόνο βουίζουμε
βόμβοι ακατάληπτοι, άρρυθμοι
χρωματισμένοι με οίστρους έρωτα και παλιές μελωδίες.

Να μείνουμε ενωμένοι.
Να συγκρουστούμε.
Nα φέρουμε την αγάπη ασπίδα και το δίκιο μας δόρυ.
Να αναμετρηθούμε στα χωράφια της υποταγής
και στα εργοστάσια του κάματου, παντού να υψωθούμε.
Να μην μείνουμε λουλουδιασμένοι στους τάφους μας.
Να μην αφήσουμε την Ιστορία να μάς καταπιεί
γιατί έτσι συνηθίζει εκείνη να οργώνει τα σπλάχνα των Ανθρώπων.

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Μα Τα Όνειρά σας Μεγάλα...

Στον κόσμο κυκλοφορούσε ένας
κανείς δεν ήξερε ακριβώς ποιός ήταν
μα κι εκείνος το είχε ξεχάσει.
Περπατούσε χιλιόμετρα κάθε μέρα μέσα σε αυτόν τον κόσμο.
Γύριζε στα ποτάμια και χαμογελούσε στα νερά της λήθης.
Πετούσε στα δάση της ηδονής
και τα φτερά του από θηλιές φτιαγμένα.
Από λέξεις ήταν τα πόδια του
και τα μαλλιά του ακοίμητοι φρουροί του νου του.
Μιλούσε με τη φωνή της νύχτας
και ο ήλιος κρυβόταν μπροστά στα μάτια του.
Ήταν  πάντοτε εκεί, μέσα στην οχλαγωγία των ομιλιών τους
κι όμως μονάχος τις νύχτες στεκόταν.
Δε γνώρισε Θεό
μα κι αν τον έβλεπε, την πλάτη του θα γυρνούσε.
Ανθρώπους με σάρκα διάφανη κουβαλούσε στο σάκο του
"Είστε μικροί, μα τα όνειρά σας μεγάλα" τους φώναζε κι εκείνοι χαμογελoύσαν.
Κυκλοφορούσε στον άνυδρο κόσμο 
τον γεμάτο θάλασσες και δροσιά κόσμο του έχοντας αφήσει.
Ήθελε κάτι να μάς πει
κι εμείς τους μεγάλους ιερείς ακούγαμε.
Ήθελε να νιώσει μια στιγμή βροχοσταλιάς
μα εμείς τον ουρανό υποτάξαμε.
Ζητούσε τη ζεστασιά των κυττάρων μας 
μα εμείς κομματιασμένοι και ανάπηροι γλείφαμε τις πληγές μας.

Μια μέρα έφυγε.
Κανείς δεν τον αναζήτησε.

Μόνο η σειρήνα του Πολέμου μάς ξυπνούσε.
Κι εκεί, πάνω τους κρότους μιάς νεκρής ζωής
ακούστηκε αχνά η φωνή εκείνου
που στον κόσμο
σαν διαμπερής σφαίρα γυρνούσε
να τραγουδάει:"Είστε μικροί, μα τα όνειρά σας μεγάλα" . 

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Ουτοπικοί Θάνατοι

Κι αν ερχόταν μια ουτοπία, πού θα πήγαινε να ενταφιαστεί;

Δεν υπάρχουν πια τάφοι για ουτοπίες, μόνο λάκκοι συγκέντρωσης οραμάτων.
Τις θάβουν όπου βρουν, συνήθως ομαδικά. 
Κι αν ακόμα τραγουδούσε μια φωνή, ποιος θα την άκουγε;
Κι αν ειπώνονταν λόγια ανήκουστα, υπάρχουν κάπου αισθητήρες να τα αρθρώσουν;
Και τί να λέω όταν με ρωτάνε αν υπάρχει στα αλήθεια ο κόσμος κι εμείς;
Δεν ξέρω τί να απαντήσω, αλλά πρέπει κάτι να λέω, ας είναι και μια ουτοπία.
Να απαντάω με μια ουτοπία κι ας θάβεται στο προσκέφαλό μου αν δεν βρίσκει αλλού.
Ας τη νανουρίζω μόνος μου τα βράδια, όταν η πραγματικότητα θα σκοτεινιάζει στην πτώση της.
Όταν κανείς δε θα βρίσκεται δίπλα της.
Ούτε τα αίματα, ούτε και οι άνθρωποι με τις φλέβες τους.
Μόνο να βρίσκομαι εκεί και να κοιμόμαστε αγκαλιά, φιλώντας τα φωτεινά της στήθη.
Κι εκείνη να γράφει στο πρόσωπό μου προτάσεις χωρίς στίξη, συνθήματα και θανάτους.

Ουτοπικούς θανάτους, ζωντανούς, καίριους θανάτους.

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Στον Γολγοθά

Έχω μοιράσει τα ιμάτια μου στους πλούσιους του κόσμου
Σε αυτούς που μετατρέπουν τη μοίρα σε ζωή
Σε όσους με πρόφτασαν και με ξεπέρασαν
Σε εκείνους που με βοήθησαν να ξανασηκωθώ
Σε αυτούς, τους πολλούς
που κάθε μέρα καίγονται στις φωτιές της Ρώμης
και κάθε μέρα χτίζουν μια νέα πόλη πάνω στις συντριβές των ελπίδων τους
Σε αυτούς που κάθε λεπτό πεθαίνουν στωικά πάνω σε Προκρούστεια κρεβάτια
Σε όσους ξαγρυπνούν με νανουρίσματα και παραμύθια πάνω από ένα παιδί
Σε όσους μισούν τους άλλους, άλλα περισσότερο τον εαυτό τους
Σε όσους χαροπαλεύουν στα θεόρατα εργοστάσια της καταχνιάς
και σε εκείνους που αντιστέκονται στις προελαύνουσες εταιρείες
που μετρούν τις ζωές σε τόνους ατσαλιού
και κοφτερές κόγχες πεπιεσμένου χαρτιού
Σε όσους αντικρίζουν το χάος γεμάτη ελπίδα
Σε όσους διψούν για κυνηγητό και κρυφτό
Σε όσους βωμολοχούν την ιερότητα της ζωής
Σε όσους μάχονται τα άνυδρα μυαλά κενών εγκεφάλων
Σε εκείνους που χαμογελούν στη γύμνια και το κρύο της ψυχής τους
στέκονται μουδιασμένοι μπροστά στην αδικία
ηλεκτρίζονται στη θέα των καθαρών χειλιών ενός έφηβου κοριτσιού
Σε όσους ξέρουν να συγχωρούν, μα ποτέ δε ζητούν συγχώρεση
σε όσους πυρακτώνουν τα πέλματά τους με μια λαβίδα καταμεσήμερου καλοκαίρι, κάπου στο πέλαγος
σε αυτούς που βρέθηκαν ψηλά παραπατώντας στη γη
σε όσους καθάρισαν τα παπούτσια τους με αίμα και πύον
σε εκείνους που ρυπαίνουν τον κόσμο με ανήκουστες αμαρτίες
σε όσους δεν τα ξέρουν όλα
σε αυτούς που μίλησαν μόνο εξ’ ονόματός τους
σε εκείνους που μόνο άκουγαν κι έσκυβαν το κεφάλι όταν μιλούσαν
σε όσους βασανίστηκαν και δεν υπέκυψαν στην κτηνωδία
σε αυτούς που αγαπούν με πάθος
στα σκουπίδια που μάς έθρεψαν πλουσιοπάροχα
σε όλους εκείνους που ηττήθηκαν νικώντας
σε αυτούς που με την πλάτη στήθηκαν
σε τοίχους
μάντρες
εταιρίες
γραφεία τελετών
κελιά
και πέθαναν
από ανία
εκδίκηση
κατανοώντας τη θλίψη του καιρού τους
Σε όλους αυτούς μιλάω
κι αν θέλουν ας ακούσουν:

Ο Γολγοθάς στάθηκε για μένα ένας κυριακάτικος
ηλιόλουστος περίπατος
Κανένα φραγγέλιο δε σηκώθηκε για να χτυπήσει στο κορμί μου
ρωμαίος εκατόνταρχος δεν μετάνιωσε για τίποτα
κανείς δεν έγινε άγιος ούτε φωτοστέφανα έλαμψαν
Γιατί από σήμερα μόνο άνθρωποι θα είμαστε
-έτσι θα λέμε ο ένας τον άλλον-
κι αυτό θα φτάνει
Στεφάνι από καλώδια έσφιξαν το κεφάλι μου
μα εγώ τα αγκάθια του πατρικού κήπου
και τα συρματοπλέγματα της φυλακής μου προτίμησα

Κανενός τις αμαρτίες δεν αίρω
ούτε είμαι εδώ για να συγχωρήσω
Δεν ξέρω να συγχωρώ
μα ξέρω πως είναι να κρυώνεις
και να διψάς
να καμπουριάζεις από την ευθύνη
και να μένεις άγρυπνος
Πλέον
καμία συγγνώμη δεν είναι απαραίτητη.
Μόνο ένα ηλιοβασίλεμα θα ήθελα να σηκώσω στους ώμους μου
κι αυτό
την ώρα που ο ήλιος δέχεται τις ριπές των προσευχών
και οι τύψεις γεμίζουν δοχεία παγωμένων δακρύων 
Δεν προσδοκώ ανάσταση νεκρών
κι ούτε μαθητές είχα ποτέ να με ακολουθούν
Ήθελα όλους να σας αποδεχθώ
με την καρδιά μου στα χέρια να πάλλεται
και τα σαπισμένα μου πνευμόνια να βγάζουν σεργιάνι τις χορδές του πόνου σας
Κοιτάξτε παρακαλώ, κοιτάξετε με προσοχή
Κοιτάξτε τα χέρια μου, που ιδρώνουν μέσα σε μια φυλλωσιά δάφνης
κοιτάξτε το στήθος μου, που ανεβοκατεβαίνει στο ρυθμό της αναπνοής σας
κοιτάξτε τα πόδια μου, που σταματούν με πάταγο στον έρημο δρόμο
δείτε τα χέρια μου να πιάνουν τον πυρετό σας.
Αυτά είναι ο Γολγοθάς μου εμένα.